παιδευτικός

παιδευτικός
-ή, -ὁ (Α παιδευτικός, -ή, -όν) [παιδευτής]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παίδευση, μορφωτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η παιδευτική
η παιδαγωγική
νεοελλ.
ο σχετικός με ταλαιπωρία, βασανιστικός
αρχ.
1. ο σχετικός με τιμωρία, σωφρονιστικός
2. ο έμπειρος στη διδασκαλία.
επίρρ...
παιδευτικώς (Α παιδευτικῶς)
με παιδευτικό τρόπο, διδακτικώς («δογματικῶς ἅμα καὶ παιδευτικῶς», Φίλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παιδευτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικά — παιδευτικός of neut nom/voc/acc pl παιδευτικά̱ , παιδευτικός of fem nom/voc/acc dual παιδευτικά̱ , παιδευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικῶν — παιδευτικός of fem gen pl παιδευτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικόν — παιδευτικός of masc acc sg παιδευτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικώτατα — παιδευτικός of adverbial superl παιδευτικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικαῖς — παιδευτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικαί — παιδευτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικοῖς — παιδευτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικοί — παιδευτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικοῦ — παιδευτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”